Οι ρίζες της ψυχικής ασθένειας αποτελούν θεμελιώδες ερευνητικό ερώτημα για πάνω από έναν αιώνα. Από το 1950, οι ψυχίατροι χρησιμοποιούν το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM), που κατηγοριοποιεί όλες τις διαταραχές σε διακριτές ομάδες με βάση τα συμπτώματα. Ωστόσο, την τελευταία δεκαετία, υπάρχουν όλο και περισσότερα κλινικά στοιχεία ότι διαφορετικές διαταραχές μοιράζονται τα ίδια συμπτώματα ή ότι το ίδιο άτομο έχει πολλαπλές διαταραχές. Η απόδοση μιας συγκεκριμένης διάγνωσης είναι λοιπόν δύσκολη καθώς αυτή μπορεί να διατέμνει τις τρεις διαγνωστικές κατηγορίες. Η εξειδίκευση των υφιστάμενων κατηγοριών δεν αποτελεί λύση.
Με την ενθάρρυνση του αμερικανικού Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας – το μεγαλύτερο χρηματοδότη του κλάδου – στα πλαίσια του προγράμματος Κριτήρια Τομέα Έρευνας (2011), πολλαπλασιάστηκαν οι έρευνες σχετικά με τις βιολογικές βάσεις της ψυχοπαθολογίας, που εστιάζουν μεταξύ άλλων στην γενετική και τη νευροανατομία και διατυπώνουν νέες θεωρίες.
Σύμφωνα με μια προσέγγιση που έχει υιοθετήσει η Διεθνής Κατηγοριοποίηση Ασθενειών (ICD-11) υπάρχει ένας αριθμός «διαστάσεων» (νευροψυχολογικών χαρακτηριστικών) που ποικίλλουν για κάθε άτομο και καθορίζουν την προδιάθεσή μας για συγκεκριμένα είδη διαταραχών. Το 2019, η Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας υποστήριξε την ICD-11. Υπάρχουν θεωρίες που επικαλούνται μόνο δύο διαστάσεις, την «εσωτερίκευση» (εσωτερική επίδραση συμπτωμάτων) και την «εξωτερίκευση» (εξωτερική επίδραση συμπτωμάτων), ενώ άλλες έρευνες εγκεφαλικής απεικόνισης εντοπίζουν παραπάνω διαστάσεις, τις οποίες συνδέουν με μοτίβα εγκεφαλικής συνδεσιμότητας. Έρευνες που μελετούν τις γενετικές διαφορές μεταξύ των διαταραχών συμπεραίνουν ότι δεν υπάρχει ένα αλλά εκατοντάδες γονίδια που συμβάλλουν στον κίνδυνο ψυχοπαθολογίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για τα ίδια κάθε φορά. Η πρόβλεψη των κοινών παραγόντων κινδύνου για πολλές διαταραχές αποτελεί πρόκληση.
Σύμφωνα με μια άλλη προσέγγιση του 2012, υφίσταται κάποιος μοναδικός γενικός παράγοντας προδιάθεσης για κάθε ψυχική ασθένεια, ο «παράγοντας p», χωρίς όμως να μπορεί να εξηγήσει τα πάντα. Άλλες έρευνες αναφέρουν ότι ο παράγοντας p είναι μια γενική προδιάθεση, αλλά η εμφάνιση συγκεκριμένων συμπτωμάτων επηρεάζεται από επιπλέον παράγοντες όπως οι στρεσογόνες εμπειρίες.
Άλλες ομάδες που ερευνούν τις νευροανατομικές αλλαγές (συρρίκνωση φαιάς ουσίας σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου) πολλών διαταραχών, καταλήγουν σε ενδιαφέροντα αλλά αντιφατικά αποτελέσματα ως προς τον αριθμό και το σημείο εντοπισμού των περιοχών. Οι παρεμβολές στην εκτελεστική λειτουργία του εγκεφάλου, που υποστηρίζεται από πολλές περιοχές, θα μπορούσαν να μελετηθούν ως ένας παράγοντας p.
Η προσέγγιση των πολλαπλών διαστάσεων είναι πιο ευρέως αποδεκτή από τους ερευνητές, ωστόσο οι περισσότεροι συμφωνούν ότι χρειάζονται περισσότερα εμπειρικά δεδομένα που να τεκμηριώνουν αυτές τις πρώιμες θεωρίες. Είναι αισιόδοξοι ότι, μακροπρόθεσμα, η διαμόρφωση ενός πλαισίου που θα βασίζεται στη βιολογία θα οδηγήσει σε νέα στοχευμένα φάρμακα και θεραπείες.
Για την πηγή.